- μαλάχης
- μαλάχηmallowfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριομάλαχον — ἀγριομάλαχον, το (Μ) είδος μαλάχης, πιθ. η Malva silvestris. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μτγν. ουσ. ἀγριομαλάχη] … Dictionary of Greek
περιεσθίω — Α 1. τρώω ή δαγκώνω κάτι γύρω γύρω («περιεσθίων τὸ σκληρὸν τῆς μαλάχης φύλλον», Λουκιαν.) 2. φθείρω κάτι γύρω γύρω («διὰ τὸν χρόνον τοῡ ἰοῡ περιφαγόντος τὸ ἀσθενὲς τοῡ σιδήρου», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐσθίω «τρώω»] … Dictionary of Greek